- ανεξέλικτος
- η , ο [ος , ον ]1) неразвитый; не поддающийся развитию; 2) начинающийся (о событиях и т. п.); начинающий (свою деятельность)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξέλικτος — ανεξέλικτος, η, ο και ανεξέλιχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξελίχτηκε, δεν προόδεψε, ο καθυστερημένος: Λίγοι λαοί μένουν ακόμη ανεξέλιχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξέλικτος — η, ο (Α ἀνεξέλικτος, ον) αυτός που δεν έχει ακόμη εξελιχθεί ή δεν μπορεί να έχει εξέλιξη … Dictionary of Greek
ἀνεξέλικτον — ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted masc/fem acc sg ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέλικτα — ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπώδης — ής, ές γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που υπάρχει σε ατελή τύπο, αδιάπλαστος, ανεξέλικτος, πρωτόγονος, καθυστερημένος: Υποτυπώδης κοινωνική οργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)